Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναιδής
ἀναίδητος
ἀναιδομάχας
ἀναιθύσσω
ἀναίθω
ἀναιμακτί
ἀναίμακτος
ἀναίματος
ἀναιμία
ἀναιμορράγητος
ἄναιμος
ἀναιμόσαρκος
ἀναιμόχρους
ἀναίμων
ἀναιμωτί
ἀναίνομαι
ἀναίρεσις
ἀναιρετέον
ἀναιρέτης
ἀναιρετικός
ἀναίρετος
View word page
ἄναιμος
without blood, bloodless

ShortDef

without blood, bloodless

Debugging

Headword:
ἄναιμος
Headword (normalized):
ἄναιμος
Headword (normalized/stripped):
αναιμος
IDX:
5731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5732
Key:

Data

{'content': 'without blood, bloodless'}