Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναιδήμων
ἀναιδής
ἀναίδητος
ἀναιδομάχας
ἀναιθύσσω
ἀναίθω
ἀναιμακτί
ἀναίμακτος
ἀναίματος
ἀναιμία
ἀναιμορράγητος
ἄναιμος
ἀναιμόσαρκος
ἀναιμόχρους
ἀναίμων
ἀναιμωτί
ἀναίνομαι
ἀναίρεσις
ἀναιρετέον
ἀναιρέτης
ἀναιρετικός
View word page
ἀναιμορράγητος
without haemorrhage

ShortDef

without haemorrhage

Debugging

Headword:
ἀναιμορράγητος
Headword (normalized):
ἀναιμορράγητος
Headword (normalized/stripped):
αναιμορραγητος
IDX:
5730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5731
Key:

Data

{'content': 'without haemorrhage'}