Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μισθοφορικός
μισθοφόρος
μισθόω
μίσθωμα
μισθωσιμαῖος
μισθώσιμος
μίσθωσις
μισθωτήριον
μισθωτής
μισθωτικός
μισθωτός
μίσιππος
μίσκαιος
μισοβάρβαρος
μισοβασιλεύς
μισογέλως
μισογόης
μισογύναιος
μισογύνης
μισογυνία
μισοδανειστής
View word page
μισθωτός
hired

ShortDef

hired

Debugging

Headword:
μισθωτός
Headword (normalized):
μισθωτός
Headword (normalized/stripped):
μισθωτος
IDX:
57296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57297
Key:

Data

{'content': 'hired'}