Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μισθοφορητέος
μισθοφορία
μισθοφορικός
μισθοφόρος
μισθόω
μίσθωμα
μισθωσιμαῖος
μισθώσιμος
μίσθωσις
μισθωτήριον
μισθωτής
μισθωτικός
μισθωτός
μίσιππος
μίσκαιος
μισοβάρβαρος
μισοβασιλεύς
μισογέλως
μισογόης
μισογύναιος
μισογύνης
View word page
μισθωτής
one who pays rent, a tenant
ShortDef
one who pays rent, a tenant
Debugging
Headword:
μισθωτής
Headword (normalized):
μισθωτής
Headword (normalized/stripped):
μισθωτης
IDX:
57294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57295
Key:
Data
{'content': 'one who pays rent, a tenant'}