Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μισθοφορά
μισθοφορέω
μισθοφορητέον
μισθοφορητέος
μισθοφορία
μισθοφορικός
μισθοφόρος
μισθόω
μίσθωμα
μισθωσιμαῖος
μισθώσιμος
μίσθωσις
μισθωτήριον
μισθωτής
μισθωτικός
μισθωτός
μίσιππος
μίσκαιος
μισοβάρβαρος
μισοβασιλεύς
μισογέλως
View word page
μισθώσιμος
that can be hired

ShortDef

that can be hired

Debugging

Headword:
μισθώσιμος
Headword (normalized):
μισθώσιμος
Headword (normalized/stripped):
μισθωσιμος
IDX:
57291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57292
Key:

Data

{'content': 'that can be hired'}