Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μισθοπρασία
μισθός
μισθουργός
μισθοφορά
μισθοφορέω
μισθοφορητέον
μισθοφορητέος
μισθοφορία
μισθοφορικός
μισθοφόρος
μισθόω
μίσθωμα
μισθωσιμαῖος
μισθώσιμος
μίσθωσις
μισθωτήριον
μισθωτής
μισθωτικός
μισθωτός
μίσιππος
μίσκαιος
View word page
μισθόω
to let out for hire, farm out, let
ShortDef
to let out for hire, farm out, let
Debugging
Headword:
μισθόω
Headword (normalized):
μισθόω
Headword (normalized/stripped):
μισθοω
IDX:
57288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57289
Key:
Data
{'content': 'to let out for hire, farm out, let'}