Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μισθοποιέομαι
μισθοπρασία
μισθός
μισθουργός
μισθοφορά
μισθοφορέω
μισθοφορητέον
μισθοφορητέος
μισθοφορία
μισθοφορικός
μισθοφόρος
μισθόω
μίσθωμα
μισθωσιμαῖος
μισθώσιμος
μίσθωσις
μισθωτήριον
μισθωτής
μισθωτικός
μισθωτός
μίσιππος
View word page
μισθοφόρος
receiving wages
ShortDef
receiving wages
Debugging
Headword:
μισθοφόρος
Headword (normalized):
μισθοφόρος
Headword (normalized/stripped):
μισθοφορος
IDX:
57287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57288
Key:
Data
{'content': 'receiving wages'}