Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μισθοκαρπία
μισθομολογία
μισθοπιπράσκω
μισθοποιέομαι
μισθοπρασία
μισθός
μισθουργός
μισθοφορά
μισθοφορέω
μισθοφορητέον
μισθοφορητέος
μισθοφορία
μισθοφορικός
μισθοφόρος
μισθόω
μίσθωμα
μισθωσιμαῖος
μισθώσιμος
μίσθωσις
μισθωτήριον
μισθωτής
View word page
μισθοφορητέος
one must receive pay

ShortDef

one must receive pay

Debugging

Headword:
μισθοφορητέος
Headword (normalized):
μισθοφορητέος
Headword (normalized/stripped):
μισθοφορητεος
IDX:
57284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57285
Key:

Data

{'content': 'one must receive pay'}