Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μισθόδουλος
μισθόδωρος
μισθοκαρπία
μισθομολογία
μισθοπιπράσκω
μισθοποιέομαι
μισθοπρασία
μισθός
μισθουργός
μισθοφορά
μισθοφορέω
μισθοφορητέον
μισθοφορητέος
μισθοφορία
μισθοφορικός
μισθοφόρος
μισθόω
μίσθωμα
μισθωσιμαῖος
μισθώσιμος
μίσθωσις
View word page
μισθοφορέω
receive wages or pay

ShortDef

receive wages or pay

Debugging

Headword:
μισθοφορέω
Headword (normalized):
μισθοφορέω
Headword (normalized/stripped):
μισθοφορεω
IDX:
57282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57283
Key:

Data

{'content': 'receive wages or pay'}