Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μισθάρνισσα
μίσθαρνος
μισθαρχίδης
μίσθιος
μισθοδοσία
μισθοδοτέω
μισθοδότης
μισθοδουλία
μισθόδουλος
μισθόδωρος
μισθοκαρπία
μισθομολογία
μισθοπιπράσκω
μισθοποιέομαι
μισθοπρασία
μισθός
μισθουργός
μισθοφορά
μισθοφορέω
μισθοφορητέον
μισθοφορητέος
View word page
μισθοκαρπία
leased usufruct

ShortDef

leased usufruct

Debugging

Headword:
μισθοκαρπία
Headword (normalized):
μισθοκαρπία
Headword (normalized/stripped):
μισθοκαρπια
IDX:
57274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57275
Key:

Data

{'content': 'leased usufruct'}