Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μισθαρνία
μισθαρνικός
μισθάρνισσα
μίσθαρνος
μισθαρχίδης
μίσθιος
μισθοδοσία
μισθοδοτέω
μισθοδότης
μισθοδουλία
μισθόδουλος
μισθόδωρος
μισθοκαρπία
μισθομολογία
μισθοπιπράσκω
μισθοποιέομαι
μισθοπρασία
μισθός
μισθουργός
μισθοφορά
μισθοφορέω
View word page
μισθόδουλος
hired slave

ShortDef

hired slave

Debugging

Headword:
μισθόδουλος
Headword (normalized):
μισθόδουλος
Headword (normalized/stripped):
μισθοδουλος
IDX:
57272
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57273
Key:

Data

{'content': 'hired slave'}