Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μισθάρνης
μισθαρνητικός
μισθαρνία
μισθαρνικός
μισθάρνισσα
μίσθαρνος
μισθαρχίδης
μίσθιος
μισθοδοσία
μισθοδοτέω
μισθοδότης
μισθοδουλία
μισθόδουλος
μισθόδωρος
μισθοκαρπία
μισθομολογία
μισθοπιπράσκω
μισθοποιέομαι
μισθοπρασία
μισθός
μισθουργός
View word page
μισθοδότης
one who pays wages, a paymaster
ShortDef
one who pays wages, a paymaster
Debugging
Headword:
μισθοδότης
Headword (normalized):
μισθοδότης
Headword (normalized/stripped):
μισθοδοτης
IDX:
57270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57271
Key:
Data
{'content': 'one who pays wages, a paymaster'}