Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναθύω2
ἀναίδεια
ἀναιδείη
ἀναιδεύομαι
ἀναιδήμων
ἀναιδής
ἀναίδητος
ἀναιδομάχας
ἀναιθύσσω
ἀναίθω
ἀναιμακτί
ἀναίμακτος
ἀναίματος
ἀναιμία
ἀναιμορράγητος
ἄναιμος
ἀναιμόσαρκος
ἀναιμόχρους
ἀναίμων
ἀναιμωτί
ἀναίνομαι
View word page
ἀναιμακτί
without bloodshed

ShortDef

without bloodshed

Debugging

Headword:
ἀναιμακτί
Headword (normalized):
ἀναιμακτί
Headword (normalized/stripped):
αναιμακτι
IDX:
5726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5727
Key:

Data

{'content': 'without bloodshed'}