Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μισθαποχή
μισθάριον
μισθαρνέω
μισθάρνης
μισθαρνητικός
μισθαρνία
μισθαρνικός
μισθάρνισσα
μίσθαρνος
μισθαρχίδης
μίσθιος
μισθοδοσία
μισθοδοτέω
μισθοδότης
μισθοδουλία
μισθόδουλος
μισθόδωρος
μισθοκαρπία
μισθομολογία
μισθοπιπράσκω
μισθοποιέομαι
View word page
μίσθιος
salaried, hired

ShortDef

salaried, hired

Debugging

Headword:
μίσθιος
Headword (normalized):
μίσθιος
Headword (normalized/stripped):
μισθιος
IDX:
57267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57268
Key:

Data

{'content': 'salaried, hired'}