Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μισητός
μίσητος
μίσητρον
μισθαποδοσία
μισθαποδότης
μισθαποχή
μισθάριον
μισθαρνέω
μισθάρνης
μισθαρνητικός
μισθαρνία
μισθαρνικός
μισθάρνισσα
μίσθαρνος
μισθαρχίδης
μίσθιος
μισθοδοσία
μισθοδοτέω
μισθοδότης
μισθοδουλία
μισθόδουλος
View word page
μισθαρνία
an earning of wages

ShortDef

an earning of wages

Debugging

Headword:
μισθαρνία
Headword (normalized):
μισθαρνία
Headword (normalized/stripped):
μισθαρνια
IDX:
57262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57263
Key:

Data

{'content': 'an earning of wages'}