Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μισητίζω
μισητικός
μισητός
μίσητος
μίσητρον
μισθαποδοσία
μισθαποδότης
μισθαποχή
μισθάριον
μισθαρνέω
μισθάρνης
μισθαρνητικός
μισθαρνία
μισθαρνικός
μισθάρνισσα
μίσθαρνος
μισθαρχίδης
μίσθιος
μισθοδοσία
μισθοδοτέω
μισθοδότης
View word page
μισθάρνης
a hired workman

ShortDef

a hired workman

Debugging

Headword:
μισθάρνης
Headword (normalized):
μισθάρνης
Headword (normalized/stripped):
μισθαρνης
IDX:
57260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57261
Key:

Data

{'content': 'a hired workman'}