Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μισητέος
μισήτη
μισητής
μισητία
μισητίζω
μισητικός
μισητός
μίσητος
μίσητρον
μισθαποδοσία
μισθαποδότης
μισθαποχή
μισθάριον
μισθαρνέω
μισθάρνης
μισθαρνητικός
μισθαρνία
μισθαρνικός
μισθάρνισσα
μίσθαρνος
μισθαρχίδης
View word page
μισθαποδότης
one who pays wages, a rewarder
ShortDef
one who pays wages, a rewarder
Debugging
Headword:
μισθαποδότης
Headword (normalized):
μισθαποδότης
Headword (normalized/stripped):
μισθαποδοτης
IDX:
57256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57257
Key:
Data
{'content': 'one who pays wages, a rewarder'}