Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μισήλιος
μίσημα
μισήνερως
μισητέος
μισήτη
μισητής
μισητία
μισητίζω
μισητικός
μισητός
μίσητος
μίσητρον
μισθαποδοσία
μισθαποδότης
μισθαποχή
μισθάριον
μισθαρνέω
μισθάρνης
μισθαρνητικός
μισθαρνία
μισθαρνικός
View word page
μίσητος
lustful (?)
ShortDef
lustful (?)
Debugging
Headword:
μίσητος
Headword (normalized):
μίσητος
Headword (normalized/stripped):
μισητος
IDX:
57253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57254
Key:
Data
{'content': 'lustful (?)'}