Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μίσευμα
μισέω
μισηδονία
μίσηθρον
μισήλιος
μίσημα
μισήνερως
μισητέος
μισήτη
μισητής
μισητία
μισητίζω
μισητικός
μισητός
μίσητος
μίσητρον
μισθαποδοσία
μισθαποδότης
μισθαποχή
μισθάριον
μισθαρνέω
View word page
μισητία
hateful lust, lewdness

ShortDef

hateful lust, lewdness

Debugging

Headword:
μισητία
Headword (normalized):
μισητία
Headword (normalized/stripped):
μισητια
IDX:
57249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57250
Key:

Data

{'content': 'hateful lust, lewdness'}