Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μισεταιρία
μισέταιρος
μίσευμα
μισέω
μισηδονία
μίσηθρον
μισήλιος
μίσημα
μισήνερως
μισητέος
μισήτη
μισητής
μισητία
μισητίζω
μισητικός
μισητός
μίσητος
μίσητρον
μισθαποδοσία
μισθαποδότης
μισθαποχή
View word page
μισήτη
prostitute
ShortDef
prostitute
Debugging
Headword:
μισήτη
Headword (normalized):
μισήτη
Headword (normalized/stripped):
μισητη
IDX:
57247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57248
Key:
Data
{'content': 'prostitute'}