Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μισέρως
μισεταιρία
μισέταιρος
μίσευμα
μισέω
μισηδονία
μίσηθρον
μισήλιος
μίσημα
μισήνερως
μισητέος
μισήτη
μισητής
μισητία
μισητίζω
μισητικός
μισητός
μίσητος
μίσητρον
μισθαποδοσία
μισθαποδότης
View word page
μισητέος
to be hated
ShortDef
to be hated
Debugging
Headword:
μισητέος
Headword (normalized):
μισητέος
Headword (normalized/stripped):
μισητεος
IDX:
57246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57247
Key:
Data
{'content': 'to be hated'}