Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναθυμίασις
ἀναθυμιάω
ἀναθυρόω
ἀναθύω
ἀναθύω2
ἀναίδεια
ἀναιδείη
ἀναιδεύομαι
ἀναιδήμων
ἀναιδής
ἀναίδητος
ἀναιδομάχας
ἀναιθύσσω
ἀναίθω
ἀναιμακτί
ἀναίμακτος
ἀναίματος
ἀναιμία
ἀναιμορράγητος
ἄναιμος
ἀναιμόσαρκος
View word page
ἀναίδητος
shameless (ἀναιδής)

ShortDef

shameless (ἀναιδής)

Debugging

Headword:
ἀναίδητος
Headword (normalized):
ἀναίδητος
Headword (normalized/stripped):
αναιδητος
IDX:
5722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5723
Key:

Data

{'content': 'shameless (ἀναιδής)'}