Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μιξόθηλυς
μιξόθηρ
μιξόθηρος
μιξόθριξ
μιξόθροος
μιξοιφία
μιξόλευκος
μιξολύδιος
μιξολυδιστί
μιξόμβροτος
μιξονόμος
μιξοπάρθενος
μιξοπόλιος
μιξόπυος
μιξοφρύγιος
μίξοφρυς
μιξοφυής
μιξόχλωρος
μιργάβωρ
μιρράνης
μίρτουλον
View word page
μιξονόμος
feeding promiscuously

ShortDef

feeding promiscuously

Debugging

Headword:
μιξονόμος
Headword (normalized):
μιξονόμος
Headword (normalized/stripped):
μιξονομος
IDX:
57200
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57201
Key:

Data

{'content': 'feeding promiscuously'}