Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγλαόπαις
ἀγλαόπεπλος
ἀγλαόπηχυς
ἀγλαόπιστος
ἀγλαοποιέω
ἀγλαός
ἀγλαότιμος
ἀγλαοτρίαινα
ἀγλαοφεγγής
ἀγλαόφημος
ἀγλαόφοιτος
ἀγλαόφορτος
Ἀγλαοφῶν
ἀγλαόφωνος
ἀγλαοφῶτις
ἀγλαοχαίτας
ἀγλαόχαρτος
ἀγλαφύρως
ἀγλαώψ
ἀγλευκής
ἄγλις
View word page
ἀγλαόφοιτος
one who 'walks in beauty'

ShortDef

one who 'walks in beauty'

Debugging

Headword:
ἀγλαόφοιτος
Headword (normalized):
ἀγλαόφοιτος
Headword (normalized/stripped):
αγλαοφοιτος
IDX:
571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-572
Key:

Data

{'content': "one who 'walks in beauty'"}