Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μιξοβάρβαρος
μιξοβόας
μιξογενής
μιξοδία
μιξοθάλασσος
μιξόθηλυς
μιξόθηρ
μιξόθηρος
μιξόθριξ
μιξόθροος
μιξοιφία
μιξόλευκος
μιξολύδιος
μιξολυδιστί
μιξόμβροτος
μιξονόμος
μιξοπάρθενος
μιξοπόλιος
μιξόπυος
μιξοφρύγιος
μίξοφρυς
View word page
μιξοιφία
sexual intercourse

ShortDef

sexual intercourse

Debugging

Headword:
μιξοιφία
Headword (normalized):
μιξοιφία
Headword (normalized/stripped):
μιξοιφια
IDX:
57195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57196
Key:

Data

{'content': 'sexual intercourse'}