Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μιξεριφαρνογενής
μιξίαμβος
μιξίας
μίξιμος
μίξις
μιξοβάρβαρος
μιξοβόας
μιξογενής
μιξοδία
μιξοθάλασσος
μιξόθηλυς
μιξόθηρ
μιξόθηρος
μιξόθριξ
μιξόθροος
μιξοιφία
μιξόλευκος
μιξολύδιος
μιξολυδιστί
μιξόμβροτος
μιξονόμος
View word page
μιξόθηλυς
partly female
ShortDef
partly female
Debugging
Headword:
μιξόθηλυς
Headword (normalized):
μιξόθηλυς
Headword (normalized/stripped):
μιξοθηλυς
IDX:
57190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57191
Key:
Data
{'content': 'partly female'}