Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μιξέλληνες
μιξεριφαρνογενής
μιξίαμβος
μιξίας
μίξιμος
μίξις
μιξοβάρβαρος
μιξοβόας
μιξογενής
μιξοδία
μιξοθάλασσος
μιξόθηλυς
μιξόθηρ
μιξόθηρος
μιξόθριξ
μιξόθροος
μιξοιφία
μιξόλευκος
μιξολύδιος
μιξολυδιστί
μιξόμβροτος
View word page
μιξοθάλασσος
having intercourse with the sea
ShortDef
having intercourse with the sea
Debugging
Headword:
μιξοθάλασσος
Headword (normalized):
μιξοθάλασσος
Headword (normalized/stripped):
μιξοθαλασσος
IDX:
57189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57190
Key:
Data
{'content': 'having intercourse with the sea'}