Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μιξαίθρια
μιξάνθρωπος
Μιξαρχαγέτας
μιξέλληνες
μιξεριφαρνογενής
μιξίαμβος
μιξίας
μίξιμος
μίξις
μιξοβάρβαρος
μιξοβόας
μιξογενής
μιξοδία
μιξοθάλασσος
μιξόθηλυς
μιξόθηρ
μιξόθηρος
μιξόθριξ
μιξόθροος
μιξοιφία
μιξόλευκος
View word page
μιξοβόας
mingled with shouts

ShortDef

mingled with shouts

Debugging

Headword:
μιξοβόας
Headword (normalized):
μιξοβόας
Headword (normalized/stripped):
μιξοβοας
IDX:
57186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57187
Key:

Data

{'content': 'mingled with shouts'}