Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνάθριξ
ἀναθρύπτομαι
ἀναθρῴσκω
ἀναθυάω
ἀναθυμίαμα
ἀναθυμίασις
ἀναθυμιάω
ἀναθυρόω
ἀναθύω
ἀναθύω2
ἀναίδεια
ἀναιδείη
ἀναιδεύομαι
ἀναιδήμων
ἀναιδής
ἀναίδητος
ἀναιδομάχας
ἀναιθύσσω
ἀναίθω
ἀναιμακτί
ἀναίμακτος
View word page
ἀναίδεια
shamelessness, impudence, effrontery
ShortDef
shamelessness, impudence, effrontery
Debugging
Headword:
ἀναίδεια
Headword (normalized):
ἀναίδεια
Headword (normalized/stripped):
αναιδεια
IDX:
5717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5718
Key:
Data
{'content': 'shamelessness, impudence, effrontery'}