Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μινθόω
Μιντουρναῖοι
Μιντούρνη
Μινύαι
μινυανθής
Μινύας
Μινυάς
Μινύεια
Μινύειος
μινυθέω
μινύθημα
μινύθησις
μινυθικός
μινύθω
μινυθώδης
μίνυνθα
μινυνθάδιος
μινυρίζω
μινύρισμα
μινυρισμός
μινυρίστρια
View word page
μινύθημα
that which is lessened

ShortDef

that which is lessened

Debugging

Headword:
μινύθημα
Headword (normalized):
μινύθημα
Headword (normalized/stripped):
μινυθημα
IDX:
57154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57155
Key:

Data

{'content': 'that which is lessened'}