Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μιμηλός
μίμημα
μίμησις
μιμητέος
μιμητής
μιμητικός
μιμητός
μιμίαμβοι
μιμικός
μιμιχμός
μιμνάζω
Μιμνέρμειον
μιμνήσκω
μίμνω
μιμόβιος
μιμογράφος
μιμολογέομαι
μιμολόγος
μῖμος
μιμώ
μιμῳδός
View word page
μιμνάζω
to wait, stay
ShortDef
to wait, stay
Debugging
Headword:
μιμνάζω
Headword (normalized):
μιμνάζω
Headword (normalized/stripped):
μιμναζω
IDX:
57125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57126
Key:
Data
{'content': 'to wait, stay'}