Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μιμάς
μιμαυλέω
μίμαυλος
μιμεία
μιμέομαι
μιμηλός
μίμημα
μίμησις
μιμητέος
μιμητής
μιμητικός
μιμητός
μιμίαμβοι
μιμικός
μιμιχμός
μιμνάζω
Μιμνέρμειον
μιμνήσκω
μίμνω
μιμόβιος
μιμογράφος
View word page
μιμητικός
good at imitating, imitative

ShortDef

good at imitating, imitative

Debugging

Headword:
μιμητικός
Headword (normalized):
μιμητικός
Headword (normalized/stripped):
μιμητικος
IDX:
57120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57121
Key:

Data

{'content': 'good at imitating, imitative'}