Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μίμαρκυς
Μίμας
μιμάς
μιμαυλέω
μίμαυλος
μιμεία
μιμέομαι
μιμηλός
μίμημα
μίμησις
μιμητέος
μιμητής
μιμητικός
μιμητός
μιμίαμβοι
μιμικός
μιμιχμός
μιμνάζω
Μιμνέρμειον
μιμνήσκω
μίμνω
View word page
μιμητέος
to be imitated
ShortDef
to be imitated
Debugging
Headword:
μιμητέος
Headword (normalized):
μιμητέος
Headword (normalized/stripped):
μιμητεος
IDX:
57118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57119
Key:
Data
{'content': 'to be imitated'}