Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Μιλώνιος
μιμαίκυλον
μίμαρκυς
Μίμας
μιμάς
μιμαυλέω
μίμαυλος
μιμεία
μιμέομαι
μιμηλός
μίμημα
μίμησις
μιμητέος
μιμητής
μιμητικός
μιμητός
μιμίαμβοι
μιμικός
μιμιχμός
μιμνάζω
Μιμνέρμειον
View word page
μίμημα
anything imitated, a counterfeit, copy

ShortDef

anything imitated, a counterfeit, copy

Debugging

Headword:
μίμημα
Headword (normalized):
μίμημα
Headword (normalized/stripped):
μιμημα
IDX:
57116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57117
Key:

Data

{'content': 'anything imitated, a counterfeit, copy'}