Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μιλτωρύχος
μιλτωτός
μιλφός
μίλφωσις
Μίλων
Μιλώνιος
μιμαίκυλον
μίμαρκυς
Μίμας
μιμάς
μιμαυλέω
μίμαυλος
μιμεία
μιμέομαι
μιμηλός
μίμημα
μίμησις
μιμητέος
μιμητής
μιμητικός
μιμητός
View word page
μιμαυλέω
to be a μίμαυλος

ShortDef

to be a μίμαυλος

Debugging

Headword:
μιμαυλέω
Headword (normalized):
μιμαυλέω
Headword (normalized/stripped):
μιμαυλεω
IDX:
57111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57112
Key:

Data

{'content': 'to be a μίμαυλος'}