Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μιλτοπάρηος
μιλτόπρεπτος
μίλτος
μιλτοφυρής
μιλτόχρως
μιλτόω
μιλτώδης
μιλτωρυχία
μιλτωρύχος
μιλτωτός
μιλφός
μίλφωσις
Μίλων
Μιλώνιος
μιμαίκυλον
μίμαρκυς
Μίμας
μιμάς
μιμαυλέω
μίμαυλος
μιμεία
View word page
μιλφός
one who suffers from μίλφωσις, falling off of eyelashes

ShortDef

one who suffers from μίλφωσις, falling off of eyelashes

Debugging

Headword:
μιλφός
Headword (normalized):
μιλφός
Headword (normalized/stripped):
μιλφος
IDX:
57103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57104
Key:

Data

{'content': 'one who suffers from μίλφωσις, falling off of eyelashes'}