Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μίλιον
μῖλος
μιλτεῖον
μίλτειος
μιλτεύς
μιλτηλιφής
Μιλτιάδης
μίλτινος
μιλτίτης
μιλτοκάρηνος
μιλτολογέω
μιλτοπάρηος
μιλτόπρεπτος
μίλτος
μιλτοφυρής
μιλτόχρως
μιλτόω
μιλτώδης
μιλτωρυχία
μιλτωρύχος
μιλτωτός
View word page
μιλτολογέω
test

ShortDef

test

Debugging

Headword:
μιλτολογέω
Headword (normalized):
μιλτολογέω
Headword (normalized/stripped):
μιλτολογεω
IDX:
57092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57093
Key:

Data

{'content': 'test'}