Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μικρόφρων
μικροφυής
μικροφυΐα
μικρόφυλλος
μικροφωνία
μικρόφωνος
μικροχαρής
μικρόχωρος
μικροψυχέω
μικροψυχία
μικρόψυχος
μικρύνω
μικρώνυμος
μικτέον
μικτός
μικτότης
μικτόχροος
Μιλήσιος
Μιλησιουργής
Μίλητος
μιλιάζω
View word page
μικρόψυχος
little of soul, mean-spirited

ShortDef

little of soul, mean-spirited

Debugging

Headword:
μικρόψυχος
Headword (normalized):
μικρόψυχος
Headword (normalized/stripped):
μικροψυχος
IDX:
57068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57069
Key:

Data

{'content': 'little of soul, mean-spirited'}