Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μικρόσαρκος
μικροσιτία
μικρόσιτος
μικροσκελής
μικρόσοφος
μικρόσπερμος
μικρόσπλαγχνος
μικρόσταχυς
μικρόστηθος
μικρόστομος
μικροσφυκτέω
μικρόσφυκτος
μικροσφυξία
μικροτεχνία
μικρότης
μικροτοκιστής
μικρότοπος
μικροτράπεζος
μικροτράχηλος
μικρότριχος
μικροφάγος
View word page
μικροσφυκτέω
have a weak pulse

ShortDef

have a weak pulse

Debugging

Headword:
μικροσφυκτέω
Headword (normalized):
μικροσφυκτέω
Headword (normalized/stripped):
μικροσφυκτεω
IDX:
57043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57044
Key:

Data

{'content': 'have a weak pulse'}