Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μικρός
μικρόσαρκος
μικροσιτία
μικρόσιτος
μικροσκελής
μικρόσοφος
μικρόσπερμος
μικρόσπλαγχνος
μικρόσταχυς
μικρόστηθος
μικρόστομος
μικροσφυκτέω
μικρόσφυκτος
μικροσφυξία
μικροτεχνία
μικρότης
μικροτοκιστής
μικρότοπος
μικροτράπεζος
μικροτράχηλος
μικρότριχος
View word page
μικρόστομος
with a small mouth

ShortDef

with a small mouth

Debugging

Headword:
μικρόστομος
Headword (normalized):
μικρόστομος
Headword (normalized/stripped):
μικροστομος
IDX:
57042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57043
Key:

Data

{'content': 'with a small mouth'}