Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναθηματικός
ἀναθλάω
ἀναθλίβω
ἀνάθλιψις
ἄναθλος
ἀναθολόω
ἀναθόλωσις
ἀναθορυβέω
ἀνάθρεμμα
ἀναθρεπτέον
ἀναθρεπτικός
ἀνάθρεπτος
ἀνάθρεψις
ἀναθρέω
ἀναθρηνέω
ἀνάθρησις
ἀνάθριξ
ἀναθρύπτομαι
ἀναθρῴσκω
ἀναθυάω
ἀναθυμίαμα
View word page
ἀναθρεπτικός
of or for feeding up

ShortDef

of or for feeding up

Debugging

Headword:
ἀναθρεπτικός
Headword (normalized):
ἀναθρεπτικός
Headword (normalized/stripped):
αναθρεπτικος
IDX:
5701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5702
Key:

Data

{'content': 'of or for feeding up'}