Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μικροληψία
μικρολογέομαι
μικρολογητέον
μικρολογία
μικρολόγος
μικρόλυπος
μικρομεγέθης
μικρομελής
μικρομέρεια
μικρομερής
μικρομετρέω
μικρόμισθος
μικρόμματος
μικρόμυρτος
μικρόνησος
μικρόπλεον
μικρόπνους
μικροποιέω
μικροποιός
μικροπολιτεία
μικροπολίτης
View word page
μικρομετρέω
give short measure

ShortDef

give short measure

Debugging

Headword:
μικρομετρέω
Headword (normalized):
μικρομετρέω
Headword (normalized/stripped):
μικρομετρεω
IDX:
57010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57011
Key:

Data

{'content': 'give short measure'}