Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μικροκαμπής
μικροκαρπία
μικρόκαρπος
μικροκενόσπουδος
μικροκέφαλος
μικροκίνδυνος
μικροκλέπτης
μικροκοίλιος
μικρόκομψος
μικροληψία
μικρολογέομαι
μικρολογητέον
μικρολογία
μικρολόγος
μικρόλυπος
μικρομεγέθης
μικρομελής
μικρομέρεια
μικρομερής
μικρομετρέω
μικρόμισθος
View word page
μικρολογέομαι
to examine minutely, treat
ShortDef
to examine minutely, treat
Debugging
Headword:
μικρολογέομαι
Headword (normalized):
μικρολογέομαι
Headword (normalized/stripped):
μικρολογεομαι
IDX:
57001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57002
Key:
Data
{'content': 'to examine minutely, treat'}