Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μικροθυμία
μικρόθυμος
μικροκαμπής
μικροκαρπία
μικρόκαρπος
μικροκενόσπουδος
μικροκέφαλος
μικροκίνδυνος
μικροκλέπτης
μικροκοίλιος
μικρόκομψος
μικροληψία
μικρολογέομαι
μικρολογητέον
μικρολογία
μικρολόγος
μικρόλυπος
μικρομεγέθης
μικρομελής
μικρομέρεια
μικρομερής
View word page
μικρόκομψος
finicking, affected

ShortDef

finicking, affected

Debugging

Headword:
μικρόκομψος
Headword (normalized):
μικρόκομψος
Headword (normalized/stripped):
μικροκομψος
IDX:
56999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57000
Key:

Data

{'content': 'finicking, affected'}