Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναθηλέω
ἀνάθημα
ἀναθηματικός
ἀναθλάω
ἀναθλίβω
ἀνάθλιψις
ἄναθλος
ἀναθολόω
ἀναθόλωσις
ἀναθορυβέω
ἀνάθρεμμα
ἀναθρεπτέον
ἀναθρεπτικός
ἀνάθρεπτος
ἀνάθρεψις
ἀναθρέω
ἀναθρηνέω
ἀνάθρησις
ἀνάθριξ
ἀναθρύπτομαι
ἀναθρῴσκω
View word page
ἀνάθρεμμα
a nursling
ShortDef
a nursling
Debugging
Headword:
ἀνάθρεμμα
Headword (normalized):
ἀνάθρεμμα
Headword (normalized/stripped):
αναθρεμμα
IDX:
5699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5700
Key:
Data
{'content': 'a nursling'}