Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναθεώρησις
ἀναθηλάζω
ἀναθηλέω
ἀνάθημα
ἀναθηματικός
ἀναθλάω
ἀναθλίβω
ἀνάθλιψις
ἄναθλος
ἀναθολόω
ἀναθόλωσις
ἀναθορυβέω
ἀνάθρεμμα
ἀναθρεπτέον
ἀναθρεπτικός
ἀνάθρεπτος
ἀνάθρεψις
ἀναθρέω
ἀναθρηνέω
ἀνάθρησις
ἀνάθριξ
View word page
ἀναθόλωσις
making turbid

ShortDef

making turbid

Debugging

Headword:
ἀναθόλωσις
Headword (normalized):
ἀναθόλωσις
Headword (normalized/stripped):
αναθολωσις
IDX:
5697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5698
Key:

Data

{'content': 'making turbid'}