Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μιαροφαγέω
μίασμα
μιασμός
μιάστωρ
μίγα
μιγάζομαι
μιγάς
μίγδα
μίγδαν
μῖγμα
μίγμα
μιγματοπώλης
Μίδας
Μιδέα
Μιδέαθεν
Μιδεᾶτις
Μίδεια
Μιθραδάτειος
Μιθραδάτης
Μιθραῖον
Μιθράκανα
View word page
μίγμα
mixture, compound

ShortDef

mixture, compound

Debugging

Headword:
μίγμα
Headword (normalized):
μίγμα
Headword (normalized/stripped):
μιγμα
IDX:
56956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56957
Key:

Data

{'content': 'mixture, compound'}