Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μιαρία
μιαρόγλωσσος
μιαρός
μιαρότης
μιαροφαγέω
μίασμα
μιασμός
μιάστωρ
μίγα
μιγάζομαι
μιγάς
μίγδα
μίγδαν
μῖγμα
μίγμα
μιγματοπώλης
Μίδας
Μιδέα
Μιδέαθεν
Μιδεᾶτις
Μίδεια
View word page
μιγάς
mixed pell-mell
ShortDef
mixed pell-mell
Debugging
Headword:
μιγάς
Headword (normalized):
μιγάς
Headword (normalized/stripped):
μιγας
IDX:
56952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56953
Key:
Data
{'content': 'mixed pell-mell'}