Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μιαντός
μιαρία
μιαρόγλωσσος
μιαρός
μιαρότης
μιαροφαγέω
μίασμα
μιασμός
μιάστωρ
μίγα
μιγάζομαι
μιγάς
μίγδα
μίγδαν
μῖγμα
μίγμα
μιγματοπώλης
Μίδας
Μιδέα
Μιδέαθεν
Μιδεᾶτις
View word page
μιγάζομαι
to have intercourse

ShortDef

to have intercourse

Debugging

Headword:
μιγάζομαι
Headword (normalized):
μιγάζομαι
Headword (normalized/stripped):
μιγαζομαι
IDX:
56951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56952
Key:

Data

{'content': 'to have intercourse'}