Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μιαιφόνος
μίανσις
μιαντός
μιαρία
μιαρόγλωσσος
μιαρός
μιαρότης
μιαροφαγέω
μίασμα
μιασμός
μιάστωρ
μίγα
μιγάζομαι
μιγάς
μίγδα
μίγδαν
μῖγμα
μίγμα
μιγματοπώλης
Μίδας
Μιδέα
View word page
μιάστωρ
person who causes pollution from a crime; avenger of such crime
ShortDef
person who causes pollution from a crime; avenger of such crime
Debugging
Headword:
μιάστωρ
Headword (normalized):
μιάστωρ
Headword (normalized/stripped):
μιαστωρ
IDX:
56949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56950
Key:
Data
{'content': 'person who causes pollution from a crime; avenger of such crime'}